ταφόπλακα

ταφόπλακα
η, Ν
ταφόπετρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • ταφόπετρα — η, Ν 1. επιτάφια πλάκα, ταφόπλακα («και το φως σου σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις», Σολωμ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) εχέμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + πέτρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — η 1. πινακίδα μικρών μαθητών από σχιστόλιθο, το αβάκιο. 2. φύλλο σχιστόλιθου για κάλυψη στεγών. 3. ταφόπλακα. 4. δίσκος γραμμοφώνου. 5. το αρνητικό της φωτογραφίας. 6. καθετί που έχει σχήμα πλάκας: Μια πλάκα σαπούνι. 7. πειραχτικό αστείο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”